- καλοτυχία
- καλοτυχία, η και καλοτυχιά, ηκαλή τύχη, ευτυχία: Δεν είχε καλοτυχία στο θέμα αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοτυχία — και καλοτυχιά, η [καλότυχος] 1. καλή τύχη, καλό ριζικό 2. ευτυχία, ευημερία, καλοωία … Dictionary of Greek
φαγείν — και ιων. και επικ. τ. φαγέειν και φαγέμεν Α 1. τρώγω («πλεῑστα φαγεῑν τε καὶ πιεῑν», Αριστοτ.) 2. μτφ. καταναλώνω, καταδαπανώ («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αόρ. β ἔ φαγ ον (απρμφ. φαγεῖν) τού ρ. ἐσθίω «τρώγω»… … Dictionary of Greek
γούρι — το καλός οιωνός, καλοτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uğur «τύχη» κατ άλλους < μσν. αγούρι < λατ. agurium < augurium «οιωνός»] … Dictionary of Greek
επιχαιράγαθος — ἐπιχαιράγαθος, ον (Α) αυτός που χαίρεται για την καλοτυχία τών άλλων … Dictionary of Greek
ευμοιρία — εὐμοιρία, ἡ (Α) [εύμοιρος] 1. καλοτυχία, ευτυχία, καλή κατάσταση ενός πράγματος, προτέρημα, πλεονέκτημα («σώματος εὐμοιρίαν προσεῑναι φιλοσόφῳ», Λουκιαν.) 2. ευνοϊκή περίσταση, αγαθή συγκυρία («καὶ αὐτὸν μὲν εὐμοιρίας δεόμενόν ἐστι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ευτυχοτυχία — εὐτυχοτυχία, ἡ (Μ) [ευτυχοτυχώ] ευτυχία, καλοτυχία … Dictionary of Greek
ευτύχημα — το (ΑΜ εὐτύχημα) [ευτυχώ] ευτυχές γεγονός, καλοτυχία, καλή τύχη, ευτυχής σύμπτωση ή περίπτωση («είναι ευτύχημα που δεν τόν συνάντησα») … Dictionary of Greek
καλοτυχίζω — (Μ καλοτυχίζω) [καλότυχος] 1. θεωρώ ή αποκαλώ κάποιον καλότυχο, ευτυχισμένο, μακαρίζω κάποιον 2. (για θεό) χαρίζω σε θνητό καλοτυχία, εφοδιάζω κάποιον με καλό ριζικό («δώσ μου δύναμη, θεά, και καλοτύχισέ με», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
προκοπή — η, ΝΜΑ [προκόπτω] 1. πρόοδος (α. «μόνο με τη δουλειά θα δεις προκοπή» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον προκοπή», Πολ.) 2. (στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ προκοπαί) υλική ευημερία που είναι αποτέλεσμα εργατικότητας («τόσα χρόνια στην ξενιτιά και προκοπή δεν… … Dictionary of Greek
τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα … Dictionary of Greek